κονιοποίηση

κονιοποίηση
η
μέθοδος μετατροπής στερεού σώματος σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, η λειοτρίβιση («μηχανή κονιοποιήσεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κονιοποίησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • αλευροποίηση — η (Τροφ. Τεχνολ.) η πρώτη μετατροπή τού σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος από το αλευροποιώ] …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • κοπάνισμα — το [κοπανίζω] 1. κονιοποίηση σε γουδί, θρυμμάτισμα 2. έντονη επίπληξη, κατσάδα …   Dictionary of Greek

  • κρεατάλευρο — το προϊόν που λαμβάνεται από κονιοποίηση ξηραμένου και χωρίς πολύ λίπος κρέατος και χρησιμοποιείται για παρασκευή εδεσμάτων, ως πτηνοτροφή κ.α …   Dictionary of Greek

  • λείωσις — λείωσις, ώσεως, ἡ (Α) [λειώ] 1. τριβή, τρίψιμο, κοπάνισμα 2. κονιοποίηση με τριβή …   Dictionary of Greek

  • λειοτρίβηση — η [λειοτριβώ] τεχνολ. κονιοποίηση με τριβή …   Dictionary of Greek

  • λεπτοποίησις — λεπτοποίησις, ἡ (Α) [λεπτοποιώ] 1. λέπτυνση 2. κονιοποίηση …   Dictionary of Greek

  • μάκτρα — μάκτρα, ἡ (Α) 1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά 2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”